Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπ' αὐλοῦ

См. также в других словарях:

  • αὐλοῦ — αὐλέω play on the flute imperf ind mp 2nd sg (attic doric) αὐλέω play on the flute pres imperat mp 2nd sg (attic) αὐλέω play on the flute imperf ind mp 2nd sg (attic) αὐλός pipe masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὔλου — Αὖλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀύλου — ἄυλος immaterial masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταυλώ — καταυλῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού αυλώ*) 1. ευχαριστώ, τέρπω κάποιον παίζοντας αυλό ή τραγουδώντας 2. παίζω στον αυλό 3. κάνω έναν τόπο να αντηχεί από τον αυλό 4. γεμίζω κάτι με φόβο 5. παθ. καταυλοῡμαι, έομαι α) διασκεδάζω ακούγοντας τη μουσική τού… …   Dictionary of Greek

  • συναυλία — Η δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων. Παλιότερα οι μουσικές συγκεντρώσεις γίνονταν μόνο σε ναούς, στους οποίους οι πιστοί παρακολουθούσαν δωρεάν τη σ. Σ. οργάνωναν και οι βασιλιάδες και πρίγκιπες στα ανάκτορά τους, τις οποίες παρακολουθούσαν μόνο οι …   Dictionary of Greek

  • αυλώ — ( έω) (Α) [αυλός] Ι.1. παίζω αυλό 2. παίζω μουσική II. ( ούμαι) 1. (για μελωδία) εκτελούμαι με αυλό ή με τη συνοδεία αυλού 2. (για κλειστό χώρο) αντηχώ από τη μελωδία αυλού 3. (για πρόσωπα) διασκεδάζω, ή βαδίζω στη μάχη με τη συνοδεία αυλού …   Dictionary of Greek

  • οξυγονοκόλληση — Είδος αυτογενούς συγκόλλησης, που πραγματοποιείται με τη βοήθεια οξυακετυλενικής φλόγας. Η φλόγα αυτή παρέχεται από καμινευτήρα αυλό και οφείλει την ονομασία της στο γεγονός ότι η θερμότητα που χρειάζεται παρέχεται με καύση ακετυλένιου σε… …   Dictionary of Greek

  • ασκομαντούρα — Πνευστό όργανο, γνωστό απότην αρχαιότητα και εξαιρετικά δημοφιλές στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα. Σήμερα το συναντούμε με ποικίλα ονόματα και σχήματα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Λέγεται και ασκοτσάμπουνο, τσαμπούνα και γκάιντα. Αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • αυλωτός — (Α αὐλωτός, ή, όν) [αυλός] αυτός που έχει κατασκευαστεί σε σχήμα αυλού ή έχει εξαρτήματα σε σχήμα αυλού …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»